ακροβατισμός

ακροβατισμός
ο
η ακροβασία (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ακροβατισμός — ο 1. επίδειξη ακροβατικών ασκήσεων, ακροβασία 2. παρακινδυνευμένη ή και πονηρή, έντεχνη ενέργεια 3. σοφιστικό επιχείρημα, σοφιστεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακροβάτης ή ακροβατώ + κατάλ. ισμός] …   Dictionary of Greek

  • ακροβάτης — I Ο όρος κατά λέξη σημαίνει αυτόν που περπατάει στις άκρες των ποδιών και χρησιμοποιείται από πολλές ξένες γλώσσες για να υποδηλώσει κάθε είδους θαυματοποιούς, σχοινοβάτες, σαλτιμπάγκους, άλτες, ισορροπιστές, δεξιοτέχνες ποδηλάτες κ.ά. Η… …   Dictionary of Greek

  • ακροβασία — Γυμναστικές σωματικές ασκήσεις καθώς και είδος αθλήματος που συνδυάζει πολλών ειδών σωματικές ασκήσεις. Κάθε είδος αποτελεί και ένα ιδιαίτερο άθλημα. Οι ακροβατικές ασκήσεις ήταν γνωστές στην Ελλάδα, την Αίγυπτο, τη Ρώμη, το Βυζάντιο, την Κίνα… …   Dictionary of Greek

  • ακροβατώ — (Α ἀκροβατῶ, έω) νεοελλ. 1. εκτελώ ακροβατικά γυμνάσματα, κάνω ακροβασίες 2. ασκώ το επάγγελμα τού ακροβάτη 3. επιχειρώ επικίνδυνες ή επιδέξιες πράξεις αρχ. 1. (για τις στρουθοκαμήλους και μτφ. για αλαζόνες) περπατώ στις άκρες τών ποδιών,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”